- ένδειγμα
- το (AM ἔνδειγμα)ένδειξη, τεκμήριομσν.πληθ. ἐνδείγματασημεία και τέρατα, παράλογα ή περίεργα γεγονότα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἔνδειγμα — evidence neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνδείγμασι — ἔνδειγμα evidence neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνδείγματα — ἔνδειγμα evidence neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνδείγματος — ἔνδειγμα evidence neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενδειγματικός — ή, ό αυτός που περιέχει ένδειγμα … Dictionary of Greek